mensualidad - ορισμός. Τι είναι το mensualidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι mensualidad - ορισμός


mensualidad      
sust. fem.
1) Sueldo o salario de un mes.
2) Cantidad que se paga mensualmente por asistir a una clase, colegio, club, mutualidad, etc.
mensualidad      
mensualidad f. Cantidad que se paga mensualmente. Mes, mesada.
mensualidad      
Sinónimos
sustantivo
Expresiones Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για mensualidad
1. Es que continúa pagando una mensualidad extra a disputados y senadores". En su versión, Lula preguntó÷ "¿Qué mensualidad?". Al ver el desconcierto presidencial, Jefferson dio detalles de las dádivas.
2. Actualmente la mensualidad asciende a 606 euros si el titular ha cumplido ya los 65 años.
3. Una mensualidad en 1'78 daba para comprar 3.500 periódicos; hoy, 872.
4. Se trata de una mensualidad inferior a la que paga actualmente el endeudado del ejemplo y que duraría tres años.
5. CASI 500 EUROS APRETÁNDOSE EL CINTURÓN - La mensualidad del colegio concertado de Alicia asciende a 135 euros.
Τι είναι mensualidad - ορισμός